Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Το αγιο φως της οθόνης

Λευκός υγρός θόρυβος απ' τα ηχεία
γλείφει το σαλόνι σχολαστικά
με γλώσσα στατική.
Ότι καλό υπάρχει
βρίσκεται εκτός μας.
Η κεραία κρέμεται σαν άκρο σπασμένο
και το παιδί δεν πρόλαβε να νιώσει
τον πόνο μετά το κρακ.
Χάλασε το σήμα της γαμώτο
ποιος βγαίνει στην ταράτσα
ένα τόσο επικίνδυνο καλοκαίρι;

Καταπίνοντας ηλεκτρισμό
φτιάχνοντας ψηφιακές θρησκείες
ξένοι δάσκαλοι, επέμειναν να μάθω να προσκυνώ
έτσι μετρώ θεούς,
θέλω κάπου να πιστεύω
όχι συγκεκριμένα
απλώς πιστεύω σ' όλους μαζί
που ξέρεις
ίσως κάποιος τελικά με δικαιώσει.

Η ράχη της πόλης
κόκκαλο από τσιμέντο φθηνό
αντέχει ακόμα
δίχως καύσιμα, ούτε κίνηση.
Εγώ δεν φαίνομαι όταν με παρατηρούν
είμαι σπλάχνα που παράγουν
χωρίς να βλέπουν τ' αποτέλεσμα,
το σώμα μας
κουνιέται μόνο για να υποκλιθεί σε ότι το σκοτώνει.
Ίσως αυτό να ομορφαίνει την μόλυνση,
τον ορίζοντα πίσω
και πιο πίσω ακόμα
αυτα που αγνοώ.
Γιατί ομορφιά είναι να 'σαι εδώ
και να μην μπορείς να 'σαι εκεί.

Μια νοτα
σφαδαζει
γδερνει τον λαρυγγα του
κλιμακωνει εναν επιτοπιο χορο
οσο αυτο παλινδρομιζει, πεσμενο πανω στη πλατη του.
Αν είχα τοσο ωραία φωνή
να ντυσω τη θλιψη μου
σιγουρα καποιo παντοδυναμο ον
θα θεωρουσε χρεος του, να με συναντησει.
Οι δυο ραχες δονουνται
μια αυτουνου
μια οσα δεν ειναι αυτό.
Το χωρο αναμεσα τους τον ονομαζουν
μαρτυριο

"Η μπάλα μου,
η μπάλα μου ξεφούσκωσε
το χέρι μου!
το χερι μου δεν είναι κοντά μου
δεν μ' ακουμπάει."

Λυπάμαι στ' αληθεια,
μα τα αυτια των ανθρωπων συχνα νομιζουν
τα παρακαλια μας για προσευχες
τη φασαρια σας για πολιτισμο
τις υποσχεσεις τους για θαυματα.
Οι ορισμοί πάντα πηγαζουν  απ' τις λεπτομερειες της φαντασιας
ποτέ απ' την απλοτητα της φυσης μας.

Καημενο μου
δεν τη μιλαω αυτη τη γλωσσα
αν διψας ή πεινάς για χρόνο
να σου χαρισω λίγη ησυχια, να παρεις δυναμεις
μα δε ξερω να εξηγησω
που παει ο χαμενος χρονος
μιας αναπαντητης προσευχης.


Συρε σπίτι σου
κάνε ότι κάνουμε εμεις οι υπολοιποι
, με τ' άγιο φως της οθόνης
ώσπου οι σκέψεις σου
να μετρανε μονο πιθανότητες
ώσπου ο πόνος
να μην είναι πόνος σου.

















Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Έντομο έντρομο

Πότε μίκρυνε ο κόσμος γύρω μου
ποτέ θάφτηκαν οι μέρες που πίστευα πως πρόβλημα
είναι ένα δωμάτιο αδειανό που δεν ξεχειλίζει
όση ζωή κι αν του ξεράσω;

Ποιος ονειρεύτηκε εις βάρος μου ένα καθρέφτη
να κοιτά άλλους καθρέφτες;
Η επιδερμίδα του εγκλεισμού μου
γυάλινη επιφάνεια
με παρακολουθεί, αντανακλώντας μου όσα βλέπει.

Ποια μεγαλύτερη τιμωρία
από αυτήν της όψης του εαυτού
να στέκει αδρανής;

Αυτό το ποτήρι φταίει για όλα
έπεσε απ' τον ουρανό φέρνοντας στέρηση
έσκασε πάνω στο πιάτο που 'χω για σπίτι
κι ο κρατήρας της επαφής τους
οριοθέτησε έναν κύκλο υπομονής.

Έγινα το κέντρο του
εμαθα να γυρνώ γύρω απ' τον εαυτό μου
περιμένοντας τα πράγματα να αλλάξουν
από μόνα τους.

Ποδιά στεγνά,
γλωσσα στεγνή,
ματια στεγνά.

Περιεργάζομαι το κυλινδρικό θόλο
δεν κολλάω
γλιστράω στα τοιχώματα
σπασμωδικά διαπιστώνω
πως οι άξονες κίνησης
υποχωρούν.

Ο αέρας οξύς και ιδρωμένος
το ποτήρι και το πιάτο, με χωνεύουν.
Aπό τη ζύμωση της σήψης
αναδύονται αναθυμιάσεις μιας κάποτε ιδεατής ζωής
φτιάχνουν ένα αλκοόλ προσωπικό
κεφάλι βαρύ, νευραλγικό.

Ας με σκοτώσει κάποιος επιτελούς.

Το φως είναι ανοιχτό, το ακούω πως τσιρίζει
αυτοί μιλούν, τα λόγια χαραγμένα στο κορμί μου
υπάρχω σ' ένα φάσμα που ακτινοβολούν
συχνότητες αντίστροφες.

Ψάχνω τη φράση τους, που θα πονέσει λιγότερο
"δωστου μια, να τελειώνουμε"
η παλάμη κατεβαίνει σίγουρη
αυτός ο θάνατος πολύ με βόλεψε
δεν τον προσπάθησα καθόλου.

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

Funus recensendum - Επαναληψη

Ήταν μια μέρα όσο πεζή και ασήμαντη ήταν κι η χθεσινή, άλλη μια γκρίζα κηλίδα ετοιμη να απλωθεί στο πεζοδρόμιο.
Η ίδια βαρετή ρουτίνα να απλωνενται μπροστά μου, έτοιμη να μεταμορφωθεί σε πραγματικότητα.
Αυτόματα σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα, χτενίστηκα, πήρα το χάπι μου, κάθε μια μου ενέργεια να στερείται παντελώς πρόθεσης και ενθουσιασμού.
Ουσιαστικά 'ενεργώ' χωρίς να ξοδεύω ενεργεία, γεγονός οξύμωρο μα πολύ βολικό για μένα που η αδράνεια είναι δεύτερη μου φύση.

Μπαίνοντας στο λεωφορείο για να κατέβω στο κέντρο με υποδέχθηκε ο ίδιος συλλογικός αναστεναγμός παραίτησης, το ίδιο γνώριμο πλήθος με χθες, κουβαλώντας την ίδια κουρασμένη αποδοχή της υπαρξής τους.
Ο κόσμος δεν άλλαξε σε μια μέρα χωρίς να κάνω τίποτα, όπως ήλπιζα.
Κανείς δεν φαινόταν πραγματικά παρών, ούτε σε αυτή την πόλη, ούτε σε αυτή τη διαδρομή,  ούτε μεσα στα ίδια του τα ρούχα θα τολμούσα να πω. Και όμως ήταν.
Φοράω τα ακουστικά μου, να κάνω τις στιγμές μας παράλληλες, να υπάρξουμε για λίγο σε χρονους άτμητους. Να μην τους ακούω μωρέ.
Να κωφευσω επιλεκτικτα θέλω, απέναντι σε μια καθημερινότητα και μια ομήγυρη που μου τρυπάνε το μυαλό.
Φοράω τα ακουστικά μου κι η μουσική που ξεπηδά από μέσα τους, είναι κι αυτή αμετάβλητη και υπάκουη σε ρυθμό τέσσερων τέταρτων.
Έναν ρυθμό που κάποτε αποτελούσε προσωπικό καταφύγιο, μα έχει πια εξελιχθεί στον ύμνο της ομοιομορφίας μας.
Πάτησα επανειλημμένα και νευρικά το κουμπί της στάσης, συνειδητοποιώντας πως αυτή θα μπορούσε να είναι και η περίληψη ολόκληρης της ζωής μου.
Εγώ μέσα σε ένα τυχαίο λεωφορείο, να πατάω ένα κουμπί για να κατεβώ, κι αντ' αυτού να μην το κάνω εξέρχομαι ποτέ.
Απλώς πετυχαίνω μια περίτεχνη επανεκκίνηση του δρομολογίου, αψηφώντας το χώρο και τον χρόνο.

Τα κτίρια πυκνώνουν όσο περπατώ, σαν τους ανθρώπους κι αυτά συνωστίζονται, το κέντρο της πόλης με περιβάλλει σαν εχθρική αγκαλιά και το γραφείο με περιμένει στην επόμενη στροφή.
Έφτασα και μπήκα στο κτίριο, νωρίτερα από τους υπόλοιπους συναδέλφους μου.
"Κάλο αυτό", σκέφτηκα. "Βασικά δεν με άφορα και πολύ", διόρθωσα αμέσως την σκέψη.
Άφησα τον καφέ πλάι απ' την τσάντα μου, προβάροντας παράλληλα το μειδίαμα υπομονής που θα φορούσα για ένα ολόκληρο οκτάωρο και άνοιξα τον υπολογιστή.
Στο μεσοδιάστημα του διαβάσματος των νέων email και της άφιξης των συνάδελφων μου, έφαγα στα κλεφτά ένα πλήρες πρωινό.
"Σε χρόνο δικό τους, όχι δικό μου" είπα στον εαυτό μου.
Kαι πίστεψα παρά πολύ στην μικρή μου αυτή νίκη, λες και κέρδισα πίσω τα νιάτα μου.
Τα δάχτυλα μου άρχισαν να χτυπάνε πάνω στο πληκτρολόγιο από μόνα τους, σαν αποσυνδεδεμένα από το υπόλοιπο μου σώμα, σκαρώνοντας μια ανεμπνευστη μελωδία συμβιβασμού.
Δούλεψα, δούλεψα μέτρια αλλά δούλεψα παρόλα αυτά.
Χαιρέτησα όταν έπρεπε να χαιρετήσω, χαμογέλασα όταν έπρεπε να χαμογελάσω, σώπασα όταν έπρεπε να σιωπήσω.
Όλα αυτά όμως, αισθάνομαι σαν να τα έδωσα φθηνά.
Σαν να τα χάρισα, ξεπληρώνοντας κάποια προηγούμενη ξωη.
Η σκέψη ενός ακόμα χρέους που συσσωρευεται εδώ μέσα, στην τωρινή μου ζωή , με γέμισε με ασφυκτικό φόβο.
Έσφιξα τα μάτια μου για μια στιγμή, υποκύπτωντας στην πίεση, πρώτου αναγκάσω τον εαυτό μου να τα ξανανοίξει.
Το άθροισμα μου απαρτίζει μια μέρα, την ίδια μέρα, που δεν μοιαζει να οδηγεί πουθενά.
Με μια εργασία, που καθορίζει την προσωπική και κοινωνική μου άξια.
Μια αξία που αν με ρωτάς, θα έπρεπε να καθορίζεται πρωτίστως από τα όσα ονειρεύομαι να κάνω αυτοβούλως και ελεύθερος κι όχι τα όσα έχω κάνει για κάποιον άλλον, υπό την απειλή των βιοποριστικών μου υποχρεώσεων.
Αυτήν την ιδέα βεβαία, την έχω κλειδωμένη καλά μέσα μου και δεν πρόκειται να την ξεστομίσω ποτέ.
Ακούγεται αιρετικά τεμπέλικη, η ακόμη χειρότερα ρομαντική και εν πασει περιπτώσει δεν αρμόζει σε έναν υπάλληλο του οποίου μόνος προβληματισμός, θα έπρεπε να είναι η ανέλιξη του.

Έχουν περάσει δύο λεπτά από τότε που σχόλασα από τη δουλειά και ο βρόχος πρέπει να συνεχιστεί πριν αρχίσει πάλι.


Η απογευματινή διαδρομή είναι μια θολούρα, από ματιά που κοιτάνε άναυδα το κενό στο τέλος της ταυτότητας τους.
Αν δεν είναι εργαζόμενοι, τι τους απομένει;
ίδια πρόσωπα του πρωινού δρομολογίου, με τις ίδιες εκφράσεις, καθισμένα στις ίδιες ακριβώς θέσεις, σαν κάποιος να τα κάρφωσε εκεί πάνω.
Πρόσωπα που κάποτε πίστευα πως είναι η καρδιά αυτής της κοινωνίας, τώρα μου μοιάζουν απλώς σαν τα αποφάγια της, μασημένα από την αδυσώπητη επανάληψη αυτής της μέρας.
Της μέρας που όλοι ζούμε από την γεννά ως τον θάνατο.
Καθώς το λεωφορείο ανηφορίζει προς το σπίτι μου, χάνω τον συνειρμό/χρόνο μου στην αντανάκλαση της εξουθενωμένης όψης μου.
Όλοι τους βαθιά πιστοί και θρησκεία τους ειναι ο απομονωτισμός.
Κανείς δεν μου γνέφει παρηγορητικά, όλοι παριστάνουν πως δεν με ξέρουν, πως δεν φτάνουν δυο στιγμές κοινής μιζέριας πρωί κι απόγευμα για να δεθείς με κάποιον.
Κι αν οχι παρηγορια, τότε απλώς μια κατάφαση ρε γαμωτο.
"Ναι, αυτο που ζεις το ζω κι εγω φίλε. Καταλαβαινω".
Όμως δεν μπορούν να υπάρξουν -βλάσφημες- αναλαμπές αυθεντικότητας, σε τόσο κλειστούς χώρους.

Το λεωφορείο σταματάει απότομα στην σταση μου και το τράνταγμα του, διακόπτει την σοβαρότητα της ενδοσκόπησης μου.
Η εξάντληση βαραίνει τους ώμους μου καθώς πιέζω το μέτωπό μου στο δροσερό τζάμι.
Ίσως και να ζητάω πολλά όταν κάθομαι και τα σκέφτομαι όλα μαζί. Δεν ξέρω.
Ξέρω, με όση διάυγεια έχω, πως αυτό δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.
Κάτι πρέπει να άλλάξει.
Ξέρω πως για τώρα ήθελα απλώς κάπου να ακουμπήσω.
Έστω και σε κάτι άψυχο.
Αφού ούτε σε μένα, ούτε σε κανέναν άλλον δεν μπορώ να βασιστώ.
Οι πόρτες ανοίγουν και βγαίνω έξω για αλλη μια φορα.
Αυτή η πόλη μου μοιάζει μονάχα
επειδή πεθαίνει.


Αλλη
μια
μέρα
ηττημένος.


Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Χρωστούμενα

Το φώναξαν δεκα εκατομυρια φορές
κι άλλες τόσες το
ψιθυρισαν
η πλάνη του να μην σ'αναγνωριζουν
βαφτιστηκε ανωνυμία.

Μα ειναι στ'αληθεια
το καταφυγιο
κάτω απ' την γνωση
πως μπορεις να υπαρχεις
για τον εαυτό σου.


Πέρα απ' τους οικείους αυτούς τοίχους,
τ' όνομα μου αντηχεί,
διαρκής συμβιβασμός από την γεννά.

Η τύχη μου φτιαγμένη από χαρτί,
συμπληρωμένο μ' οδηγίες χρήσης ξένες.
Χαράξανε μια αλήθεια πάνω μου
χωρις να με ρωτήσουν.

Σήκω, κάτσε, ρωτά,
μάθε
, ζήσε, ψόφα
.

Αυτοί οι απρόσκλητοι αποψε
ήρθανε για μένα.
Ξέρουν όνομά, επίθετο και κτητική αντωνυμία,
τα
φωνάζουν δυνατά σαν διαταγή,
τα
χουν στρεβλώσει.
Ενέχυρο τους είναι, κοινό τους νόμισμα
για αποφάσεις μιας ζωής
που ακόμα τους χρωστάω.

Τούτο το σώμα οσο πιο αργά φθείρεται
τοσο πιο ακριβα θα κοστισει, είπανε.
Όσο πιο ακριβό το κρέας μου
τόσο πιο άσχημο θα καταντήσει, απάντησα.
Το άσχημο δεν τρώγεται εύκολα
όταν κοιτάς αυτό που καταπίνεις.
Kοιτω στα ματια
το στομα που ανοιγει.

Tρέχω να προλαβω, να βάλω τα πάντα σε σειρά
να 'εξελίχθω', να ξεχρεώσω
μα καταλήγω απλώς να μεγαλώνω.
Καμία παρηγοριά σε τουτο το μικροκοσμο
για ένα μυαλό ανίκανο να φανταστεί την επιβίωση του.

Κλειδώνω την εξώπορτα,
αρνούμενος κάθε αντίπαλη αλήθεια.
Ο συρτής γλιστρά στην θέση του, κουμπώνει σφιχτά.
Τα τρεμάμενα μου δάχτυλα, πατούν τον διακόπτη
αναβοσβηνουν το συνθετικό φως του διάδρομου,
μέχρι να επανακτήσω τον έλεγχο. *

Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε,
πνίγω το παλιό
έξι, εφτά, οκτώ, εννιά, δέκα
κρατω στα χειλη μου,
ενα όνομα καινούριο.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Το διάστημα αναμεσά μας

Έχω να σε δω σχεδόν δύο περιστροφές.
Ταξιδεύω με σταθερή ταχύτητα μακρυά σου, δεν ξέρω που πηγαίνω.
Στην πραγματικότητα βεβαία, δεν κινούμαι εγώ.
Όλα τα άλλα γύρω μου μετατοπίζονται, δημιουργώντας μια ψευδή εντύπωση συνέχειας.
Ο χρόνος ανέκαθεν είχε πρόσημο αρνητικό.
Όταν τον πίεζα να σταματήσει, επιτάχυνε ανεξέλεγκτα.
Όταν διαπραγματευόμουν την αντίστροφη ροή του, με παρέσυρε βίαια μπροστά.
Μέτα σου λένε πως είναι το ύψιστο δώρο.
Πως νοείται ως δώρο, κάτι τόσο δύσχρηστο;
Ποιο δώρο μας επιβάλλεται και κατοικεί περισσότερο στο μυαλό μας, παρά στον υλικό κόσμο;

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Κοινός γκρίζος παλμός

Όλο ευθεία πηγαίνω.
Τούτο τον δρόμο λένε, τον φτιάξανε καρδιές που πάψαν να χτυπούν,
για να τον περπατούν αυτές που πάλλονται ακόμα.
Ο δρόμος που διαβαίνω για να αγγίξω ολοκλήρωση,
είναι στρωμένος με κορτιζόλη, κιτρινα ταξί κι ανωνυμία.

Δεν ακούω το βουβό ποτάμι
κάτω απ'την αγκαλιά του κράσπεδου.
Το αίμα τους αντιστέκεται
δε σταματά στιγμή του να κυλά.

Ούτε τα κεφάλια τους βλέπω,
κεφαλια που ξεχειλίζουν ιδέες απραγματωτες
έμβρυα που λαχταρούν να φυτρώσουν,
σαν ξέσπασμα δεύτερης ευκαιρίας, ξέσπασμα λύτρωτικό
κάτω απ'το αφόρητο τσιμεντένιο δέρμα μιας πόλης
που έπεσε και δεν μπορεί να σηκωθεί.


Η γυμνή γκρίζα μορφή της, με καλεί μα ταυτοχρονα μ'άπωθεί,
η γυμνή γκρίζα μορφή της λέω
με διδαξε να κοιτώ μονάχα ευθεία και προς τα κάτω.
Να προσπαθω διαρκώς να μεταβολιζω την ασχημια, σε κάτι υποφερτό.
Δεν μπόρεσε να ανθισει ποτέ κάτι το αισθητικό αλλωστε
μεσα σε τοση στειρα ομοιομορφια.

Τούτος ο δρόμος
χτίσμα χωρίς αξία και προορισμός κανενός
υπομένει βήματά βάρια, ανάγκες γεμάτες βιασύνη,
τα θέλω σας κολλήσαν στα φανάρια.

Στο τέλος του φτάνω, συναντω μια καρδιά χωρίς σώμα.
Την χτύπησαν, την μελάνιασαν, την χωρεσανε σε πλαισιο αυστηρο,
σε καδο πράσινο μεταλλικο μαζι με τις υπολοιπες.
Το συναφι τους καταπινει το συναφι μου,
συγνωνευει τα παντα σ' εναν παλμο κοινο, γκριζο και ημιθανή.

Μην ζητάς άλλο, ψιθυριζουν.
Αποχαιρετα την όσο προλαβαινεις,
το ανυποφορο μιας απιαστης ομορφιας,
ειναι δυσκολοτερο απο το υποφερτο της ασχημιας.
Η αντίσταση σου ραγίζει μάταια τον δρόμο,
η επιβιωση σου, εχθρος που απειλει την δική μας
η καρδία σου μας ανηκει.


Τούτος ο δρόμος μεγαλώνει διαρκώς
τούτος ο δρόμος πουθενά δε φτάνει.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Ανθρωπόμυγα Ι

Κάτι έχει αλλάξει.
Κρυώνω κι είναι σαν να μου συμβαινει για πρώτη φορά.
Το αίμα μου μέχρι πρόσφατα, εκτός από κόκκινο, πρέπει να ηταν και θερμό.
Κυρτωνω, καταφευγω σε σχημα ημικυκλικό, για να συνέλθω.
Προσπαθώ να δω γύρω μου και βλέπω χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα.
Εμένα.
Βλέπω τα χέρια μου και τα πόδια μου, κι έχω περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Βλέπω μέσα στο στομάχι μου, τα σκατά, κι είναι περισσότερα απο όσα χρειάζομαι.
Το στομα μου βλέπω, προσπαθοντας να με βγαλει απο την συγχυση καταφερνει να βγαλει μονο, εμετο.
Δυο κεραίες βλέπω, μα δεν μπορώ να μαντέψω σε τι χρησιμεύουν.
Βλέπω τα φτερά μου.
Έχω φτερά!
Γεννήθηκα ξανά και νομίζω μπορώ να πετάξω, μα δεν θυμάμαι ακριβώς το πως, 
λες και δεν ήμουνα ποτέ αυτός που είμαι σήμερα.
Δεν πειράζει, η μνήμη μου, δεν ήταν ποτέ το δυνατο μου σημείο.
Έτσι το παίρνω με τα πόδια.
Αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι πως πρέπει να φύγω γρήγορα από δω, μια αόρατη δύναμη επιβάλλει πως πρέπει να πάω κοντά σε οτι αποσυντίθεται, να τ'αγκαλιασω σφιχτά για να ζεσταθώ.
Έκανα τόσο δρόμο, σίμωσα στα σπίτια σας, τρύπωσα  στα υπνοδωμάτια, τα σαλόνια και τα μπάνια
που μεσα τους νομίζετε πως είστε ασφαλείς και τώρα απαιτώ να με κοιτάτε.
Εμένα που σπάνια με κοιτάζει ποτέ κανείς.
Eμένα που σπανια απαιτώ το οτιδήποτε.
Tώρα θα με κοιτάτε.
Δεν υπήρξε ποτέ, πιο ασχημο πραγμα -απο μένα- ρε μαλακες.
Το βλέμμα σας δεν αρκεί όμως.
Τα κυτταρα μου, μαχονται σε διαφορετικη συχνοτητα το καθενα, παντα σε κινηση ομως καθως ακινησια σημαινει θανατος.
Ακόμα κρυώνω.
Κοντά. Πιο κοντα.
Ενοχλητικά πιο κοντά, άβολα και κολλητά πάνω στα πρόσωπα, τις μυτες, τα χειλη, τα ματια, τα αυτια
θα κυνηγήσω και θα πιω δάκρυα, σιωπές κι ιδρώτα, για να καταλάβω.
Αληθεια ηταν.
Η ενασχοληση μου με την δικη σας αποσυνθεση, πυρρακτωνει την καρδια μου, στελνει καυτή χόβολη με ταχύτητα στον πυρήνα μου, τον διαπερνά.
Για αυτο το λίγο που ο μονος πόνος γυρω μου είναι πονος ξένος, παύω ν' αποσυντιθεμαι, η μαλλον, αποσυντιθεμαι πιο αργα απο σας.
Ξεχασα ομως, να δωσω εναν πληρη ορισμό.
Πόνος δεν είναι οταν κάτι άλλο έξω από σένα, καθορίζει την ζωή σου;